Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θώρι — το (Μ θώρι) όψη, θωριά νεοελλ. βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θωρώ] … Dictionary of Greek
θώρι — το ιού 1. βλέμμα, ματιά. 2. όψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)